Κάποτε ήταν ένα νέο ζευγάρι που μετακόμισε σε καινούργια γειτονιά.
Καθώς έτρωγαν το πρώτο τους πρωινό στο νέο τους σπίτι, η γυναίκα κοίταξε έξω από το παράθυρο και είδε τη γειτόνισσα που εκείνη την ώρα άπλωνε την μπουγάδα της.
“Ά, τα ρούχα δεν είναι και πολύ καθαρά”, σχολίασε, “η γειτόνισσα δεν ξέρει να πλένει καλά. Μάλλον χρειάζεται να χρησιμοποιεί περισσότερο σαπούνι”.
Ο σύζυγος κοίταξε την μπουγάδα αλλά δε είπε τίποτα.
Κάθε φορά που η γειτόνισσα άπλωνε την μπουγάδα της, η γυναίκα έκανε τα ίδια σχόλια.
Ένα μήνα αργότερα, ένιωσε μεγάλη έκπληξη, όταν είδε ότι τα ρούχα που είχε απλώσει η γειτόνισσα ήταν πιο καθαρά και είπε στον άντρα της :
“Για δες! Η γειτόνισσα έμαθε επιτέλους να πλένει. Αναρωτιέμαι ποιος την έμαθε”.
“Ξέρεις ξύπνησα νωρίς σήμερα το πρωί και καθάρισα τα τζάμια μας!” γύρισε και της είπε ο άντρας της.
(Έτσι συμβαίνει και στη ζωή. Ο τρόπος που βλέπουμε τους άλλους εξαρτάται από το πόσο καθαρά είναι τα “τζάμια μας”).
Ένα βράδυ ένας γέρος Ινδιάνος της φυλής Cherokee, μίλησε στον εγγονό του για τη μάχη που γίνεται μέσα στην ψυχή των ανθρώπων.
Είπε: «Γιε μου, η μάχη γίνεται μεταξύ δυο «λύκων» που υπάρχουν μέσα σε όλους μας.
Ο ένας είναι το Κακό. – Είναι ο θυμός, η ζήλια, η θλίψη, η απογοήτευση, η απληστία, η αλαζονεία, η αυτολύπηση, η ενοχή, η προσβολή, η κατωτερότητα, τα ψέματα, η ματαιοδοξία, η υπεροψία, και το εγώ.
Ο άλλος είναι το Καλό. – Είναι η χαρά, η ειρήνη, η αγάπη, η ελπίδα, η ηρεμία, η ταπεινοφροσύνη, η ευγένεια, ο ανθρωπισμός, η συμπόνοια, η γενναιοδωρία, η αλήθεια.»
Ο εγγονός το σκέφτηκε για ένα λεπτό και μετά ρώτησε τον παππού του: «Ποιος λύκος νικάει παππού;»
Ο γέρο- Ινδιάνος απάντησε απλά «Αυτός που ταΐζεις.»
Έπρεπε να γεράσω, αγόρι μου, για να μάθω τι είναι ευτυχία.
Τελικά ευτυχία είναι ένα ζευγάρι χέρια, δύο χέρια.
Αυτά που θα σε αγκαλιάσουν, θα σε κρατήσουν, θα σε κοιμίσουν, θα σε περιποιηθούν,
θα σου μαγειρέψουν, θα σε χαϊδέψουν και στο τέλος θα σου κλείσουν τα μάτια.
Τα πολλά χέρια απλά σε κατσιάζουν. Χάσιμο χρόνου. Θα το δεις κι εσύ όσο μεγαλώνεις."
(Θ. Βέγγος)
Καθώς έτρωγαν το πρώτο τους πρωινό στο νέο τους σπίτι, η γυναίκα κοίταξε έξω από το παράθυρο και είδε τη γειτόνισσα που εκείνη την ώρα άπλωνε την μπουγάδα της.
“Ά, τα ρούχα δεν είναι και πολύ καθαρά”, σχολίασε, “η γειτόνισσα δεν ξέρει να πλένει καλά. Μάλλον χρειάζεται να χρησιμοποιεί περισσότερο σαπούνι”.
Ο σύζυγος κοίταξε την μπουγάδα αλλά δε είπε τίποτα.
Κάθε φορά που η γειτόνισσα άπλωνε την μπουγάδα της, η γυναίκα έκανε τα ίδια σχόλια.
Ένα μήνα αργότερα, ένιωσε μεγάλη έκπληξη, όταν είδε ότι τα ρούχα που είχε απλώσει η γειτόνισσα ήταν πιο καθαρά και είπε στον άντρα της :
“Για δες! Η γειτόνισσα έμαθε επιτέλους να πλένει. Αναρωτιέμαι ποιος την έμαθε”.
“Ξέρεις ξύπνησα νωρίς σήμερα το πρωί και καθάρισα τα τζάμια μας!” γύρισε και της είπε ο άντρας της.
(Έτσι συμβαίνει και στη ζωή. Ο τρόπος που βλέπουμε τους άλλους εξαρτάται από το πόσο καθαρά είναι τα “τζάμια μας”).
Ένα βράδυ ένας γέρος Ινδιάνος της φυλής Cherokee, μίλησε στον εγγονό του για τη μάχη που γίνεται μέσα στην ψυχή των ανθρώπων.
Είπε: «Γιε μου, η μάχη γίνεται μεταξύ δυο «λύκων» που υπάρχουν μέσα σε όλους μας.
Ο ένας είναι το Κακό. – Είναι ο θυμός, η ζήλια, η θλίψη, η απογοήτευση, η απληστία, η αλαζονεία, η αυτολύπηση, η ενοχή, η προσβολή, η κατωτερότητα, τα ψέματα, η ματαιοδοξία, η υπεροψία, και το εγώ.
Ο άλλος είναι το Καλό. – Είναι η χαρά, η ειρήνη, η αγάπη, η ελπίδα, η ηρεμία, η ταπεινοφροσύνη, η ευγένεια, ο ανθρωπισμός, η συμπόνοια, η γενναιοδωρία, η αλήθεια.»
Ο εγγονός το σκέφτηκε για ένα λεπτό και μετά ρώτησε τον παππού του: «Ποιος λύκος νικάει παππού;»
Ο γέρο- Ινδιάνος απάντησε απλά «Αυτός που ταΐζεις.»
Έπρεπε να γεράσω, αγόρι μου, για να μάθω τι είναι ευτυχία.
Τελικά ευτυχία είναι ένα ζευγάρι χέρια, δύο χέρια.
Αυτά που θα σε αγκαλιάσουν, θα σε κρατήσουν, θα σε κοιμίσουν, θα σε περιποιηθούν,
θα σου μαγειρέψουν, θα σε χαϊδέψουν και στο τέλος θα σου κλείσουν τα μάτια.
Τα πολλά χέρια απλά σε κατσιάζουν. Χάσιμο χρόνου. Θα το δεις κι εσύ όσο μεγαλώνεις."
(Θ. Βέγγος)